Please enable JavaScript.
Coggle requires JavaScript to display documents.
Πράττ-ω / πράσσ-ω (λαρυγγικόληκτο) sports-1014004_640 ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ - Coggle…
Πράττ-ω / πράσσ-ω (λαρυγγικόληκτο) ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
κάνω-εκτελώ-επιτελώ
πράσσω ώστε… / πέπρακται το έργον στην παθητ διάθεση+φωνή => τά πεπραγμένα= όσα έχουν γίνει από κάποιον/ους, π.χ. στα ν.ε.
Διαπράττω, διάπραξη σφάλματος, εγκλήματος
Κοινοπραξία= συνένωση επαγγελματιών, για να μην αλληλοεξοντωθούν με τον ανταγωνισμό μεταξύ τους. Π.χ. τα λεωφορεία ΚΤΕΛ, αντί να είναι μόνος του κάθε ιδιοκτήτης. Συνώνυμο: Συνεταιρισμός, κυρίως για αγροτικό ~ το λέμε.
Εχθροπραξία = μάχες, συμπλοκές, δηλ πολεμικές ενέργειες κ συγκρούσεις. Συνήθως στον πληθυντικό
ΑΝΤΙΘΕΤΑ: απραξία = αδράνεια
- Πήγε να κάνει αυτό που έπρεπε, μα γύρισε άπρακτος, δεν μπόρεσε να το κάνει.
Θέλω να μου αποδείξεις με πράξεις = έμπρακτα / επισήμως: εμπράκτως # θεωρητικά, στα λόγια (μόνο)
Η πράξις (πράκ+σις), της πράξε-ως => η πράξη (πράκ+ση) ΑΝΤΙΘΕΤΑ: θεωρία, λόγος
η πράξη / το πρακτικό ως κρατικό έγγραφο => καταχωρίζεται στο βιβλίο πράξεων.
Π.χ. Γυμνασιάρχης στο νέο καθηγητή: Έκανες πράξη ανάληψης υπηρεσίας στο βιβλίο πράξεων του σχολείου; Βρες τον πρακτικογράφο.
Ο καθηγητής απαντά: Δεν μπορεί τώρα, γράφει τα πρακτικά της χθεσινής συνεδρίασης του Συλλόγου Διδασκόντων.
ασχολούμαι-καταγίνομαι με κάτι Π.χ. α.ε. πράττω τά πολιτικά= τά της πόλεως # τά εμαυτού πράττω
-
Αυτά είναι ψιλοπράγματα… για συνέπειες-ζημιά: για να μειώσουμε την αξία // για μικροπράγματα = μικρής αξίας πράγματα.
Τό πράγμα, του πράγματ-ος = αυτό που υπάρχει, αντικείμενο (κυριολεκτικά ή μεταφορικά: υπόθεση, κατάσταση, ζήτημα…) :
Πραγματογνώμων, έχοντας ειδικές γνώσεις ή εμπειρία καλείται, συνήθ. από κάποια αρχή, να εξετάσει μια υπόθεση ή μια κατάσταση πραγμάτων και να εκφέρει τη γνώμη του: Kλήθηκαν πραγματογνώμονες, για να διαπιστωθεί η κατάσταση των κτιρίων ύστερα από το σεισμό.
= εμπειρογνώμονας.
πραγματογνωμοσύνη:: Aναθέτω σε κάποιον πραγματογνώμονα μια ~ = Του αναθέτω να κάνει την εμπεριστατωμένη εξέταση υπόθεσης ή κατάστασης πραγμάτων και να βγάλει μια γνωμάτευση συμπερασματική για το πώς έχουν τα πράγματα. Π.χ. Για τη διαπίστωση της γνησιότητας του εγγράφου / του πίνακα / του νομίσματος / του ατυχήματος θα γίνει ~.
-
i) Διαπραγματεύομαι με κάποιον για κάτι, στο πλαίσιο προσπάθειας να κάνουμε συμφωνία = κάνουμε διαπραγματεύσεις, όπου κάθε πλευρά έχει τις δικές της διαπραγματευτικές θέσεις. //
ii) Διαπραγματεύομαι κάτι = κάνω διαπραγμάτευση για κάτι // --- Φροντίζω να έχω κάποιο "ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί", που θα μου δώσει πλεονέκτημα στις διαπραγματεύσεις. //
Ο διαπραγματευτής
--- Όλα πάντα είναι διαπραγματεύσιμα ή υπάρχουν και πράγματα που είναι αδιαπραγμάτευτα; Π.χ. Ψάξε στην ιστορία και στον Τύπο για διεθνείς συνθήκες ειρήνης //
στον Τύπο για συμβάσεις εργασίας μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών //
στο λεξικό και στον Τύπο για αξίες αδιαπραγμάτευτες //
στον Τύπο για τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας.
-
κάνω πράξη-πραγματικότητα / κατορθώνω, φέρω εις πέρας, πετυχαίνω
Πράγματι / πραγματικά = ;;; (συμπλήρωσε εσύ)
πραγματικός = ;;;
ΑΝΤΙΘΕΤΑ: ;;;
πραγματικότητα ΑΝΤΙΘΕΤΑ: ;;;
Πραγματώνω όνειρα, επιθυμίες / πραγματοποιώ = υλοποιώ = κάνω πραγματικότητα
--- Ψάξε στο λεξικό να δεις αν έχουν διαφορά στη σημασία ή στις περιπώσεις που τα χρησιμοποιούμε.
πραγματοποιήσιμος=εφικτός # απραγματοποίητος= ουτοπικός.
Τα λέμε για ;;;
πραγματιστής ποιος είναι; Δες ένα παράδειγμα: Είναι ~, πατάει γερά στη γη και δεν πετάει στα σύννεφα. ΑΝΤΙΘΕΤΟ: ιδεαλιστής. --- Πραγματισμός # Ιδεαλισμός: Ψάξε στο λεξικό για αυτό το φιλοσοφικό ρεύμα και το αντίθετό του:
Πρακτικός =
α) άνθρωπος των πράξεων # θεωρητικός, άνθρωπος των λόγων/της θεωρίας
β) = εμπειρικός # άνθρωπος που το έχει σπουδάσει το αντικείμενο, δεν το γνωρίζει μόνο εκ πείρας Π.χ. εμπειρικός τεχνίτης, υδραυλικός / σπουδαγμένος, έχει φοιτήσει σε τεχνική σχολή
γ) --- Κάνω πρακτική εφαρμογή στη θεωρία = κάνω τη θεωρία πράξη
--- Δίνω πρακτική λύση στο πρόβλημα, δεν το σκέπτομαι και το συζητώ μόνο
--- Το παντελόνι είναι *πολύ πρακτικό = εύκολο κ άνετο για κάθε μέρα, σε σχέση με τη φούστα.
--- Σπούδασα ;;; (συμπλήρωσε εσύ)
και τώρα κάνω την πρακτική μου, μαθητεύοντας σε / παρακολουθώντας κάποιον πεπειραμένο επαγγελματία.
--- Η πρακτική: Έγινε ουσιαστικό, ενώ ολόκληρη η ονοματική φράση είναι «η πρακτική άσκηση».
ο πράκτωρ, του πράκτορ-ος= ο πράκτορας
Δουλεύει στο πρακτορείο.
Τι είδους πράκτορες και πρακτορεία έχουμε;πράττομαι παθητικό: Λέγεται και για μυστικές ενέργειες.
Π.χ. μυστικός πράκτορας =κατάσκοπος // Τζέημς Μποντ, πράκτωρ 007
α.ε πράττω τινὰ ἀργύριον = αποσπώ-λαμβάνω χρήματα από κάποιον. Λεγόταν και για δημοσίους υπαλλήλους που εισπράττουν φόρους.
=> εἰσπράττω / πόσα εισέπραξα σήμερα; Ας δω τις εισπράξεις της ημέρας
--- ο εισπράκτωρ
Πού έχουμε σήμερα εισπράκτορες; Π.χ. στα λεωφορεία μήπως έχουν αντικατασταθεί από ;;;
1 ΓΡΙΦΟΣ: Το "πρατήριο" ανήκει στην οικογένεια του "πράττ-ω"; Αιτιολόγησε την απάντηση με βάση τη σημασία και τη μορφή του θέματος - την ετυμολογία των λέξεων.