Τη νύχτα οι μυγδαλιές με τ’ άσπρα τους φορέματα περάσαν κάτου απ’ τα παράθυρα μας αργές και λυπημένες, όμοιες με κείνα τα χλωμά κορίτσια του ορφανοτροφείου όταν γυρίζουν από μια μικρή εκδρομη, την Κυριακή, πιασμένες δυό δυό απ’ το χέρι, χωρίς να μιλάνε, χωρίς να βλέπουν τ’ άστρα που φυτρώνουν ένα ένα μες στον ίσκιο, μακρινά κι ευτυχισμένα.