Please enable JavaScript.
Coggle requires JavaScript to display documents.
παράγωγα του κτάομαι, κτῶμαι [= αποκτώ] (κτήμα (κτηματικός, κτηματίας,…
παράγωγα του
κτάομαι
, κτῶμαι [= αποκτώ]
κτήνος
κτηνώδης
κατακτώ
κατάκτηση
αποκτώ
απόκτημα
απόκτηση
υπερασπίζομαι τα
κεκτημένα
μου
λόγω
κεκτημένης
ταχύτητας
επίκτητος
κτητικός
ακτήμονας: αυτός που δεν έχει περιουσιακά στοιχεία
κτήτορας
:ο κάτοχος
κτήμα
κτηματικός
κτηματίας
κτηματαγορα
κτηματολόγιο
κτηματομεσίτης
κτήμα ες αεί
κοινοκτημοσύνη
:η από κοινού ιδιοκτησία και χρήση των υλικών αγαθών